παραδειγματικός

παραδειγματικός
[парадигмагпгеос]εκ. примерный, показательный, образцовый,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραδειγματικός" в других словарях:

  • παραδειγματικός — consisting of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικός — ή, ό / παραδειγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παράδειγμα, ατος] αυτός που αναφέρεται σε παράδειγμα, αυτός που αποτελεί παράδειγμα ή πρότυπο, αυτός που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός («παραδειγματική τιμωρία») νεοελλ. εξαιρετικός, άψογος, αυτός που …   Dictionary of Greek

  • παραδειγματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται σε παράδειγμα, που χρησιμεύει για παράδειγμα, ο εξαιρετικός: Το σχολείο λειτουργεί με παραδειγματική τάξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδειγματικά — παραδειγματικός consisting of neut nom/voc/acc pl παραδειγματικά̱ , παραδειγματικός consisting of fem nom/voc/acc dual παραδειγματικά̱ , παραδειγματικός consisting of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικώτερον — παραδειγματικός consisting of adverbial comp παραδειγματικός consisting of masc acc comp sg παραδειγματικός consisting of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικῶν — παραδειγματικός consisting of fem gen pl παραδειγματικός consisting of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικόν — παραδειγματικός consisting of masc acc sg παραδειγματικός consisting of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικαῖς — παραδειγματικός consisting of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικαί — παραδειγματικός consisting of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικοῖς — παραδειγματικός consisting of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικοί — παραδειγματικός consisting of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»